- χυτρίσκη
- χυτρ-ίσκη, Dim. of χύτρα, PHolm.6.28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χυτρίσκη — ἡ, Α μικρή χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. παιδ ίσκη, φιαλ ίσκη)] … Dictionary of Greek